διαγουμώ

διαγουμώ
βλ. διαγουμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγουμίζω — και διαγουμάω και διαγουμώ 1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω 2. διασκορπίζω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”